θα χάμαι=θα χαθώ,
θα χάμες=θα χαθούμε,
θα χάνταν=θα χαθούν,
θαβάρα=εφιάλτης,
θαγματούρι=θαύμα,
θαλαμίδιν=μικρό διαχώρισμα,
θαλασσάκρα=ακρογιαλιά,
θαλασσέα=θαλάσσια αύρα,
θαλασσομάνα=μέδουσα/ τσούχτρα,
θαλασσοπούλ=θαλασσοπούλι,
θαλάσσωμα=τρικυμία,
θαλύνω=βγάζω βλαστούς,
θάμα=θαύμα,
θάμαγμαν=θαυμασμός,
θαμάζω=θαυμάζω,
θαμαντουρία=μεγάλο θαύμα,
θάμασμαν=θαυμασμός,
θαμαστός=θαυμαστός/παράξενος,
θαμνίν=θάμνος,
θαμπούρωμαν=θάμπωμα,
θαμπουρώνω=θαμπώνομαι,
θανατέα=ετοιμοθάνατος,
θανατίτα=πικρόχορτο,
θανέσα=μνημόσυνο,
θανή=θάνατος/κηδεία,
θαραπεύομαι=θεραπεύομαι,
θαραπίδες=υπηρέτριες,
θάρρεμαν=ελπίδα,
θαρρεύκουμαι=έχω θάρρος,
θαρρικά=ελπίδες,
θαρρώ=νομίζω,
θάφκουμαι=θάβομαι/ενταφιάζομαι,
θαφτ=θάψου,
θάφτω=θάβω,
θάψον=θάψε,
θέ(γ)α=χωρίς/δίχως,
θεγατέρα=θυγατέρα,
θέιατρον=θέατρο/θέαμα,
θειίτζα=θείτσα,
θείον=θείος,
θέκα=φώκια,
θεκάρ=θήκη μαχαιριού,
θέκλα=κουτσομπόλα,
θεκλέας=αστείος/χαϊδεμένος,
θεκλεία=χάιδεμα,
θεκλεύκουμαι=αστειεύομαι/κουτσομπολεύω,
θεκλού=αστεία/χαϊδεμένη,
θέκω=τοποθετώ/βάλλω,
θελ=θέλει,
θελακώνω=κουμπώνω/θηλιάζω,
θέλαμαν=θέλημα/επιθυμία,
θελείναιμον=θέληση,
θελέκ=κουμπότρυπα/θηλιά,
θελέκα=κουμπότρυπα/βρόχος/θηλιά,
θελεκιάζω=κάνω κουμπότρυπες,
θελεκώνω=θηλιάζω,
θελέσα=εκούσια/μάταια,
θελεσινά=θεληματικά/άδικα,
θελκέσσα=θηλυκιά,
θελκός=θηλυκός,
θέλμαν=θέλημα,
θελματάρτς=πεισματάρης,
θέλνε=θέλουν,
θελός=θολός,
θέλσιμον=θέληση/βούληση,
θελτς=θέλεις,
θελυκός=θηλυκός,
θελυκώνω=κουμπώνω,
θελώνω=θολώνω,
θέμαν=μέρος χωραφιού,
θεμέλ=θεμέλιο,
θεμελία=ράφια,
θεμέλιν=θεμέλιο,
θεμελίον=ράφι,
θεμελώνω=θεμελιώνω,
θέμπερα=προς τα εδώ,
θεμών=θημωνιά,
θεμωνόπον=μικροθημωνιά,
θενά=θέλει να,
θέξιμον=τοποθέτηση,
θεογνωσία=καλή διαγωγή,
θεοξύριστος=σπανός,
θεοπάλαλος=θεότρελος,
θεοτικά=ενάρετα/με φόβο Θεού,
θεοτικέσσα=θεοφοβούμενη,
θεοτικοί=θεοφοβούμενοι,
θεοτικός=θεοσεβής/αγαθός,
θεού άφοον=αθεόφοβος,
θεοφοβία=θεοσέβεια,
θεόφοβος=θεοφοβούμενος/ευλαβής,
θεόφτωχος=πάμπτωχος,
θέπεκας=τσακάλι,
θεπέλ=μεγάλος αετός,
θεπέσα=μαϊμουδίτσα,
θερακώνω=εξαγριώνομαι/οργίζομαι,
θεραπεύκομαι=θεραπεύομαι,
θεραπίδες=ουλές σώματος,
θεραπός=θεραπευτής/υπηρέτης,
θερίγομαι=θερίζομαι,
θερίεσα=άγρια,
θεριεύω=εξαγριώνομαι,
θερί’ζνε=θερίζουνε,
θερίον=θηρίο,
θερίος=άγριος/θηριώδης,
θέρισμαν=θέρισμα,
θεριώνω=εξαγριώνομαι,
θερμασέα=θερμότητα,
θέρμε=πυρετός/θέρμη,
Θερμός=Ιούλης,
θερμωτέσσα=ζεστούτσικη,
θερμωτός=ζεστούτσικος,
θερνός=θερινός,
θέρον=καλοκαίρι/θερισμός,
θέρτσον=θέρισε,
θέσα=σκόρος,
θεσοκομμένον=σκοροφαγωμένο,
θεσοκόφτω=σκοροφαγώνω,
θεωνάς=άθεος/άπιστος,
θεωρητικέσσα=παρουσιαστική,
θεωρητικός=παρουσιαστικός,
θεωσφόρος=εωσφόρος,
θηλυκάζω=κάνω κουμπότρυπες,
θημίζω=χορεύω τραγουδώντας,
θημιστόν=ειδικός γαμήλιος χορός,
θίγα=χωρίς/δίχως,
θίγως=χωρίς,
θλιβερακά=λυπητερά/θλιβερά,
θλιβερακός=θλιβερός,
θλίβομαι=λυπάμαι,
θόγαλαν=ανθόγαλα,
θογαλίζω=χωρίζω το ανθόγαλο,
θογαλότανον=αριάνι,
θοδωρίζω=πολυνηστεύω,
θόλα=σταχτόνερο,
θολέσσα=θολή,
θόλιν=θόλος/καμάρα,
θολομαχώ=θυμώνω/στεναχωριέμαι,
θολούμαι=θολώνομαι,
θόλωμαν=θόλωμα,
θομάρ=θυμάρι,
θομαρέα=μυρωδιά θυμαριού,
θομαρόστυπα=τουρσί από θυμάρι,
θονάρα=θημωνιά,
θονός=θημωνιά,
θουμούλ=ψίχουλο,
Θουμούλα=Ευθυμία,
θουμούλαι=ψίχουλα,
θουρμουλάζω=θρυμματίζω,
θουρμουλίζω=θρυμματίζω,
θρακάλ=καρβουνόφτυαρο,
θρακάριν=καρβουνόφτυαρο,
θράκωμαν=αναμμένα κάρβουνα,
θρακώνω=ανάβω/πυρώνομαι,
θρακωτός=πυρακτωμένος,
θρασκέας=δυτικός άνεμος,
θράσκεμαν=πλημμύρα,
θρασκεύω=πλημμυρώ,
θρέβω=τρέφω,
θρέμμαν=ανάθρεμμα,
θρέφκομαι=τρέφομαι,
θρέφτω=τρέφω,
θρονάουμαι=ενθρονίζομαι,
θρουμούλ=ψίχουλο,
θρουμουλάζω=θρυμματίζω,
θρουμουλίζω=θρυμματίζω,
θρουμούλιν=ψίχουλο,
θροφή=τροφή,
θρύβω=κομματιάζω,
θρύμμαν=ψίχουλο,
θρυμμούλ=ψίχουλο,
θρυμμουλίζω=κάνω ψίχουλα,
θρύμπος=θρούμπη(φυτό),
θρύφτω=κομματιάζω,
θρύψιμον=κομμάτιασμα,
θυγατερίτζα=κορούλα,
θυλάκ=ασκός,
θυλλόπιτες=πίτες τηγανιτές,
θυμάζω=θυμιάζω,
θυμαντόν=θυμιατό,
θύμεψη=ενθύμηση,
θυμητικόν=μνημονικό,
Θυμία=Ευθυμία,
θυμίαμαν=θυμίαμα/λιβάνι,
θυμιαματέα=μυρουδιά θυμιάματος,
θυμιαντόν=λιβανιστήρι,
θυμίζω=λέω τα κάλαντα,
θυμίωμαν=θυμίαμα/λιβάνι,
θύμπιρον=θυμάρι,
θυμώτες=οξύθυμος/ευέξαπτος,
θυμώτης=θυμώδης/οξύθυμος,
θύριν=πόρτα,
θύψιμον=παπάρα,
θώπεκας=τσακάλι,
θώπεκες=τσακάλια,
θωρακωτό=θωρηκτό,
θωρέα=θωριά,
θώρετρα=δώρα γαμπρού,
θωρώ=βλέπω/παρατηρώ