γαβάγ=καβάκι,
γαβάλ=φλογέρα,
γαβούν=πεπόνι,
Γαβρήλτς=Γαβριήλ,
γαϊδούρ=γαϊδούρι,
γαζανέβω=κερδίζω,
γαήμπ=γερό, γάλε=σιγά,
γαλέχουλεν=χλιαρό,
γαντάρ=ζυγαριά,
γαντουρέβω=ξεγελώ,
γαντουρέβνε=ξεγελούν,
γαρή=γυναίκα,
γαρκόν=αρσενικό μικρό βόδι,
γαρκά=αρσενικά μικρά βόδια,
γειτόν=γειτόνοι,
γεγουτέν=ξανά,
γελαστέας=γελαστός,
γελέκον=γιλέκο,
γέλτα=γέλια,
γενέα=γενεά/γενιά,
γεράν=πληγή,
γεραλούν=πληγωμένο,
γήτεμαν=μάτιασμα,
για=ή,
γιαμ=μήπως/μπας,
γιαζίν=πεδιάδα,
γιαζία=πεδιάδες,
γιαμασκούλα=καρδερίνα,
γιαν=γωνία/άκρη,
Γιάννες=Γιάννης,
γιατρέσα=γιατρίνα,
γιόκσαμ=αλλιώς,
γιομ=γιος μου,
γιοργάν=στρώμα,
γιοσμάς=όμορφος,
γιοφύρ=γεφύρι,
Γιωρίκας=Γιώργος,
γλιάζω=γλιστρώ,
γλιάζνε=γλιστρούν,
γλουπίζω=ξεφλουδίζω,
γλυκέα=γλυκά,
γλυκοχαράζ=γλυκοχαράζει,
γλύνω=λειώνω,
γνεφίζω=ξυπνώ,
γομώνω=γεμίζω,
γογγύζω=βογγάω,
γονεικά=γονείς,
γονουσέβω=συζητώ,
γουβίν=πηγάδι,
γουζεμέντσα=θυμωμένη,
γουζεμένος=θυμωμένος,
γουζέβω=θυμώνω,
γούλα=λαιμός,
γουρούδια=καρούμπαλα,
γουρούν=γουρούνι,
γουρπάν=να σε χαρώ,
γουρταλάβω=πειράζω,
γουταρέβω=γλιτώνω,
γουταρέβνε=γλιτώνουν,
γραγρού=καταχνιά,
γραμματισμέν=γραμματισμένοι,
γραία=γριά,
γραιάδες=γριές,
γρασέβω=προσπαθώ,
γράσκουμαι=παλιώνω,
γραφτ=γράφει,
γριντζίλαι=ούλα,
γρίναι=γρίνια,
γυναικαδέλφη=κουνιάδα,
γυναικίζω=παντρεύομαι,
γιναικίζνε=παντρεύονται