εβγάλω=βγάζω,
εβγάλνε=βγάζουν,
εγουταρέφτα=γλίτωσα,
εγουτουρέφτα=καλοκάθησα,
εγουτούρεψα=κάνω τρέλες,
εβζήνα=έσβηνα,
εβζήναν=έσβηναν,
έβρα=βρήκα,
εβράδινεν=βράδιασε,
έβραν=βρήκαν,
έβρα σε=σε βρήκα,
εβρίκνε=βρίσκουν,
εβρίκω σε=σε βρίσκω,
εβρίουμαι=βρίσκομαι,
εβρίουνταν=βρίσκονται,
εβώρα(ευ-ώρα)=σκιά/δροσιά,
εγαντούρεψα=ξεγέλασα,
εγαντούρεψαν=ξεγέλασαν,
εγάπανα=αγαπούσα,
εγάπαναν=αγαπούσαν,
εγάπεσα=αγάπησα,
εγάπεσαν=αγάπησαν,
εγέλανα=γελούσα,
εγεννέθα=γεννήθηκα,
εγεννέθαν=γεννήθηκαν,
έγκα=έφερα,
έγκαν=έφεραν,
εγλίαξα=γλίστρισα,
εγλίαξαν=γλίστρισαν,
εγνάψα=κατάλαβα,
εγνάψαν=κατάλαβαν,
εγνέφσα=ξύπνισα,
εγνέφσαν=ξύπνησαν,
εγνώρτσα=γνώρισα,
εγνώρτσαν=γνώρισαν,
εγόμωσα=γέμισα,
εγόμωσαν=γέμισαν,
εγόμωσά σε=σε γέμισα,
εγούζεψα=θύμωσα,
εγούζεψαν=θύμωσαν,
εγουρέφτα=κάθησα,
εγροικώ=καταλαβαίνω,
εγροικούν=καταλαβαίνουν,
εγροίξα=κατάλαβα,
εγροίξαν=κατάλαβαν,
εδέβα=πέρασα,
εδέβασα=διάβασα/μπατίρησα,
εδέβεν πλαν=προσπέρασε,
εδέκνισα=έδειξα,
εδέκνιζα=έδειχνα,
εδώρτσα=δώρισα,
εδώρτσαν=δώρισαν,
έδωκα=έδωσα,
εζαλίγα=ζαλίστηκα,
εζαλίγαν=ζαλίστηκαν,
εζάντινα=τρελάθηκα,
έζηνα=ζούσα,
εζόρτσα=ζόρισα,
εζύαξα=ζύγισα,
εζύαξαν=ζύγισαν,
εθάρνα=νόμιζα,
εθάρναν=νόμιζαν,
εθαρρώ=νομίζω,
εθαρρούν=νομίζουν,
εθάφταν=θάφτικαν,
εθέλνα=ήθελα,
εθέλναν=ήθελαν,
εθυμέθα=θυμήθηκα,
εθυμέθαν=θυμήθηκαν,
είδασε=σε είδα,
εις=ένα,
εκάγα=κάηκα,
εκάγαν=κάηκαν,
εκαλοκάτσα=καλοκάθησα,
εκαλοκάτσαν=καλοκάθησαν,
εκαλωσόρτσα=καλωσόρισα,
εκαλωσόρτσαν=καλωσόρισαν,
εκατίβα=κατέβηκα,
εκατίβαν=κατέβηκαν,
εκατίβασα=κατέβασα,
εκάτσα=κάθησα,
εκειαπές=εκεί μέσα,
εκείν=εκείνοι,
εκείνε=εκείνη,
εκέκα=εκεί,
εκές=προς τα κει,
εκλείστα=κλειδώθηκα,
εκλείσταν=κλειδώθηκαν,
εκλόστα=γύρισα,
εκλόσταν=γύρισαν,
έκσα=έχυσα,
έκσαν=έχυσαν,
εκξίγα=χύθηκα,
εκξίγαν=χύθηκαν,
εκοιμέθα=κοιμήθηκα,
εκοιμέθαν=κοιμήθηκαν,
εκαλατίγαν=αμάρτησαν,
εκόλτσα=κόλλησα,
εκόλτσαν=κόλλησαν,
εκόμπωσα=ξεγέλασα,
εκόμπωσαν=ξεγέλασαν,
εκόμπωσά σε=σε ξεγέλασα,
εκορδιλέγα=μπερδεύτηκα,
εκορδιλέγαν=μπερδεύτηκαν,
εκοτιλέφτα=αδυνάτησα,
εκοτιλέφταν=αδυνάτησαν,
εκουβάλνα=κουβαλούσα,
εκούζνα=φώναζα,
εκούζναν=φώναζαν,
εκούντεσα=έσπρωξα,
εκούντεσαν=έσπρωξαν,
εκούντενα=έσπρωχνα,
εκούξα=φώναξα,
εκούξαν=φώναξαν,
εκούρτεσα=κατάπια,
εκουφάθα=κουφάθηκα,
εκουφάθαν=κουφάθηκαν,
έκσενα=το άκουσε,
ελέγκεβα=πηδούσα,
ελάγκεβαν=πηδούσαν,
ελάγκεψα=πήδησα,
ελάγκεψαν=πήδησαν,
ελάηζα=κουνούσα,
ελάηζαν=κουνούσαν,
ελάλεσα=κάλεσα,
έλαμνα=όργωνα,
έλαμναν=όργωναν,
ελαρώθα=γιατρεύτηκα,
ελαρώθαν=γιατρεύτηκαν,
ελάρωνα=γιάτρευα,
ελάρωναν=γιάτρευαν,
ελάστα=γύρισα,
ελάσταν=γύρισαν,
ελάχμαξα=κατακουράστηκα,
ελάχμαξαν=κατακουράστηκαν,
έλεα=έλεγα,
έλεπα=έβλεπα,
έλεπαν=έβλεπαν,
ελέπω=βλέπω,
ελέπνε=βλέπουν,
ελίβωσεν= μαύρισε ο ουρανός,
ελλάγα=άλλαξα,
ελλάγαν=άλλαξαν,
εμέν=εμένα,
εμέτσα=μέθυσα,
εμέτσαν=μέθυσαν,
έμνα=έμεινα/περίμενα,
έμναν=έμειναν/περίμεναν,
έμνε=ήμουνα,
έμνες=ήμασταν,
έμνοστος=νόστιμος,
έμνοστεσα=νόστιμη,
εμπαίνω=μπαίνω,
έμπα=μπες,
εμπονέστε=νηστεία,
εμπροστά=μπροστά,
εμπροσθέλα=σαλιαρίστρα,
ενάμπς=ενάμισι,
έν=είναι,
ενανξάη=λιγάκι,
ενεβράχτα=βράχηκα,
ενεβράχταν=βράχηκαν,
ενεπάγα=ξεκουράστηκα,
ενεπάγαν=ξεκουράστηκαν,
ενεγκάστα=κουράστηκα,
ενεγκάσταν=κουράστηκαν,
ενεγκάσκουσ'νε=κουραζόσουν,
ενέσπαλα=ξέχασα,
ενέσπαλαν=ξέχασαν,
ενέφσα=έσβησα,
ενέφσαν=έσβησαν,
ενίφτα=πλύθηκα,
ενίφταν=πλύθηκαν,
ένιψα=έπλυνα,
ένιψαν=έπλυναν,
ένοιξα=άνοιξα,
ένοιξαν=άνοιξαν,
ένουμνε=έγινα,
ενούνιζα=σκεφτόμουν,
ενούνιζαν=σκέφτοταν,
ενούντσα=σκέφτηκα,
ενούντσαν=σκέφτηκαν,
εντάμαν=μαζί,
έντερον=άντερο,
εντόκα=χτύπησα/έδειρα,
εντόκαν=χτύπησαν/έδειραν,
έντον=έγινε,
εντούνα=χτυπούσα,
εντούναν=χτυπούσαν,
ενύχτωσα=νύχτωσα,
ενύχτωσαν=νύχτωσαν,
εξ=έξω,
έξ=έξι,
έξα=άκουσα,
έξαν=άκουσαν,
εξασφαλίζ=εξασφαλίζει,
εξέβα=βγήκα,
εξέβαν=βγήκαν,
εξέγκα=έβγαλα,
εξέγκαν=έβγαλαν,
εξέγκα σε=σε έβγαλα,
έξερα=ήξερα,
έξεραν=ήξεραν,
εξεραχώβα=ξεκαρδίστηκα,
εξεραχώθαν=ξεκαρδίστηκαν,
έξεργος=γιορτή/αργία,
εξέρω=ξέρω,
εξέρνε=ξέρουν,
εξόν=εκτός,
έξυπνεσα=έξυπνη,
εορτάζ=γιορτάζει,
έπα=ήπια,
έπαν=ήπιαν,
έπαρ=πάρε,
επαλαλόθα=τα έχασα,
επαλαλώθα=τρελάθηκα,
έπαρ και δως=πάρε και δώσε,
επάρθα=πάρθηκα,
επάρθαν=πάρθηκαν,
επαρακάλνα=παρακαλούσα,
επαρακάλναν=παρακαλούσαν,
επαρεδέβα=προσπέρασα/παραωρίμασα, επαρεδέβεν=προσπέρασε/παραωρίμασε,
επαρλάεβα=έλαμπα,
επαρλάεβαν=έλαμπαν,
επάτνα=πατούσα,
επάτναν=πατούσαν,
επεδέβεν=προσπέρασε,
επεβγάλω=ξεπληρώνω,
επεκεί=αποκεί/κατόπιν,
έπεη=αρκετά/κάμποσο,
επεκή=μετά/ύστερα,
επελέστα=έμεινα,
επελέσταν=έμειναν,
επέμνα=έμεινα,
επέμναν=έμειναν,
επένα=πήγαινα,
επέναν=πήγαιναν,
επενούντσα=ξανασκέφτηκα,
επενούντσαν=ξανασκέφτηκαν,
επέρα=πήρα,
επετσιλτέφτα=κατουρήθηκα,
επετσιλτέφταν=κατουρήθηκαν,
επήγα=πήγα,
επήγαν=πήγαν,
πήνα=έκαμα,
επήναν=έκαμαν,
επίασα=έπιασα,
επιάστα=πιάστηκα,
επιδέβα=έδυσα/βασίλεψα,
επιδέβαν=έδυσαν/βασίλεψαν,
επίκα=έκανα,
επίκαν=έκαναν,
επόνα=πονούσα,
επόναν=πονούσαν,
επόρνα=μπορούσα,
επόρναν=μπορούσαν,
επορπάτεσα=περπάτησα,
επορπάτεσαν=περπάτησαν,
επορώ=μπορώ,
επορούν=μπορούν,
επουγαλέφτα=βαρέθηκα,
επουγαλέφταν=βαρέθηκαν,
επούλτσα=πούλησα,
επούλτσαν=πούλησαν,
επούρνιξα=πέταξα,
επούρνιξαν=πέταξαν,
επουσμάνεψα=μετάνιωσα,
επουσμένεψαν=μετάνιωσαν,
εράεβα=γύρευα,
εράεβες=γύρευες,
εράεψα=έψαξα,
εράεψαν=έψαξαν,
εράεψεν=έψαξε,
εράεβαν=γύρευαν,
εράεβα σε=σε γύρευα,
έργατα=έργα,
έργεψα=άργησα,
έργεψαν=άργησαν,
ερέζω=φυλάω,
ερέζνε=φυλάνε,
ερέσκουμαι=νοστιμεύομαι,
έρημεσα=έρημη,
έρθα=ήρθα,
έρθαν=ήρθαν,
έρθεσαι=έρχεσαι,
ερία=πρόσεξε,
ερίαζα=φύλαγα,
ερίαζαν=φύλαγαν,
εριάζω=φυλάω,
εριάζνε=φυλάνε,
ερίαμαν=σκοπιά,
ερίαξα=φύλαξα,
ερίαξαν=φύλαξαν,
ερίγασα=κρύωσα,
ερίγασαν=κρύωσαν,
εροθύμεσα=νοστάλγησα,
εροθύμεσαν=νοστάλγησαν,
ερούξα=έπεσα,
ερούξαν=έπεσαν,
έρται=έρχεται,
έρταν=έρχονται,
ερχίνεσα=άρχισα,
ερχίνεσαν=άρχισαν,
ερχίνεψα=άρχισα,
έρχουμαι=έρχομαι,
ερώτανα=ρωτούσα,
ερώταναν=ρωτούσαν,
ερώτεσα=ρώτησα,
ερώτεσαν=ρώτησαν,
ερωτώ=ρωτώ,
ερωτούν=ρωτούν,
εσ=έχει,
έσαν=ήταν,
εσάσεψα=τάχασα,
εσάσεψαν=τάχασαν,
εσάρεβα=κολλούσα,
εσάρεβαν=κολούσαν,
εσάρεψα=κόλλησα,
εσάρεψαν=κόλλησαν,
εσβήγα=έσβησα,
εσβήεν=έσβησε,
εσέβα=μπήκα,
εσέβαν=μπήκαν,
εσέγκα=έβαλα,
εσέγκαν=έβαλαν,
εσέν=εσένα,
εσέρεβα=μάζευα,
εσέρεβαν=μάζευαν,
εσέρεψα=μάζεψα,
εσέρεψαν=μάζεψαν,
εσερέφτα=μαζεύτηκα,
εσερεύταν=μαζεύτηκαν,
εσκώθα=σηκώθηκα,
εσκώθαν=σηκώθηκαν,
έσνε=ήσουν,
εσόχρεψες=τα μούσκεψες,
εσουμαδεύτα=αρραβωνιάστηκα,
εσουμαδεύταν=αρραβωνιάστηκαν,
εστάθα=στάθηκα,
εστάθαν=στάθηκαν,
εσταμάτσα=σταμάτησα,
εσταμάτσαν=σταμάτησαν,
έστουνε=είσαστε,
εσυναντέθα=συναντήθηκα,
εσυναντέθαν=συναντήθηκαν,
έσυρα=τράβηξα,
έσυραν=τράβηξαν,
ετάβιζα=μάλωνα,
ετέρεσα=κοίταξα,
ετέρεσαν=κοίταξαν,
ετέρνα=κοιτούσα,
ετέρναν=κοιτούσαν,
ετικλέφτα=στάθηκα,
έτον=ήταν,
ετοπλάβνα=μάζευα,
ετοπλάβναν=μάζευαν,
ετοπλάεψα=μάζεψα,
ετοπλάεψαν=μάζεψαν,
ετοπλάφτα=μαζεύτηκα,
ετοπλάφταν=μαζεύτηκαν,
ετόχτωσα=μωλώπισα,
ετόχτωσαν=μωλώπισαν,
ετράνινα=μεγάλωσα,
ετράνιναν=μεγάλωσαν,
ετσάηξα=φώναξα,
ετσάηξαν=φώναξαν,
ετσάκωσα=έσπασα,
ετσάκωσαν=έσπασαν,
ετσάμωσα=έκλεισα,
ετσάμωσαν=έκλεισαν,
ετσατσαλίγα=ξεγυμνώθηκα,
ετσατσαλίεν=ξεγυμνώθηκε,
ετσέρτσα=ξέσχισα,
ετσέρτσαν=ξέσχισαν,
ετσορκάνιζα=έσερνα,
ετσορκάνιζαν=έσερναν,
ετσίλτεβα=κατουρούσα,
ετσίλτεψα=κατούρησα,
ετσίλτεψαν=κατούρησαν,
ετσούπωσα=έκλεισα,
ετσουρούκεψα=σάπισα,
ετσουρούκεψεν=σάπισε,
εύκαιρος=άδειος,
εύκαιρεσα=άδεια,
ευκαιρώνω=αδειάζω,
έφαες=έφαγες,
εφάζνα=τάισα,
εφάζναν=τάιζαν,
εφάνθα=φάνηκα,
εφάνθαν=φάνηκαν,
εφέκα=άφησα,
εφέκαν=άφησαν,
εφέκα σε=σε άφησα,
εφέρνα=έφερνα,
εφήνα=άφηνα,
εφήναν=άφηναν,
εφιλέθα=φιλήθηκα,
εφιλέθαν=φιλήθηκαν,
εφίλεσα=φίλησα,
εφίλεσαν=φίλησαν,
εφλούγκωσαν=βλάστησαν,
εφουρκίγα=πνίγηκα,
εφουρκίγαν=πνίγηκαν,
εφουρλάεψα=πέταξα,
εφουρλάεψαν=πέταξαν,
εφούρξα=έπνιξα,
εφούρξαν=έπνιξαν,
εφτάνω=φθάνω,
εφτάνε=κάνουν/ φθάνουν,
εφτάω=κάνω,
εχάθα=χάθηκα,
εχάθαν=χάθηκαν,
εχαλάγα=χάλασα,
εχαλάγαν=χάλασαν,
εχαντηλίαζα=γαργάλεβα,
εχαντηλίαζαν=γαργάλεβαν,
εχάρα=χάρηκα,
εχάραν=χάρηκαν,
εχάρτσα=χάρισα,
εχάρτσαν=χάρισαν,
εχάσα=έχασα,
εχάσαν=έχασαν,
χασμουρέθα=χασμουρήθηκα,
εχασμουρέθαν=χασμουρήθηκαν,
εχολέστα=θύμωσα,
εχολέσταν=θύμωσαν,
εχολώθα=θύμωσα,
εχολώθαν=θύμωσαν,
εχουλέθα=ζεστάθηκα,
εχουλέθαν=ζεστάθηκαν,
εχουλίανα=ζέστανα,
εχουλίαναν=ζέσταναν,
εχπαράγα=τρόμαξα,
εχπαράεν=τρόμαξε,
έχπασα=ξερίζωσα,
έχπασαν=ξερίζωσαν,
εχπάστα=ξεκίνησα,
εχπάσταν=ξεκίνησαν,
εχτάλεβα=έσκαβα,
εχτάλεβαν=έσκαβαν,
εχτάλεψα=έσκαψα,
εχτάλεψαν=έσκαψαν,
έψα=άναψα,
έψαν=άναψαν,
εψαλάφεσα=ζήτησα,
εψαλάφεσαν=ζήτησαν,
εψόφεσα=ψόφησα,
εψόφεσαν=ψόφησαν,
εψώντσα=ψώνισα,
εψώντσαν=ψώνισαν