ηβόρρα=αύρα,
ηβόρριζα=λίχνιζα,
ηβορρίζω=λιχνίζω,
ηβορρίουμαι=λιχνίζομαι,
ηβόρτσα=λίχνισα,
ηβωρίζνε=λιχνίζουν,
ηβωρίζω=λιχνίζω,
ηβώρισμαν=λίχνισμα,
ήγκα=έφερα,
ηγκορέα=κόρη ματιού,
ηλάζνε=γαβγίζουν,
ηλάζω=γαβγίζω,
ηλαίνομαι=παθαίνω ηλίαση,
ήλαξον=γάβγισε,
ηλάσκουμαι=ηλιάζομαι,
ηλάστα=ηλιάστηκα,
ηλείφ=σαπουνήστρα,
ήλεμ=ήλιε μου,
ηλέπαρμαν=ανατολή ηλίου,
ηλέπορος=προσήλιος,
ηλεφωταταγμένος=ηλιοφώτιστος,
ηλιάσκουμαι=λιάζομαι,
ηλίασμαν=ήλιασμα,
ηλικιασμέμνος=ηλικιωμένος,
ηλικίουμαι=ηλικιώνομαι,
ηλικιώθα=ηλικιώθηκα,
ηλοβασίλεμαν=ηλιοβασίλεμα,
ηλοκαμένος=ηλιοκαμένος,
ηλοκαπάτεμαν=ηλιοσκέπασμα,
ήλον=ήλιος,
ηλοξάψιμον=λιοπύρι,
ηλοχάραγμαν=ανατολή ήλιου,
ημέρεμαν=ημέρευση,
ημερεύ=ημερώνει,
ημερκόν=μεροκάματο,
ημερομίστιν=ημερομίσθιο,
ημερούμαι=εξημερώνομαι,
ημερούνταν=εξημερώνονται,
ημερώθα=ξημερώθηκα,
ημέρωμα=ξημέρωμα,
ημέρωσα=ημέρεψα,
ήμπαν= οπουδήποτε,
ημσά=μισά,
ημσόν=μισό,
ημσός=μισός,
ήνταν=οτιδήποτε,ότι,
ήπαρη= συκώτι,
ησυχασία = ησυχία,
ήσυχεσα=ήσυχη,
ησυχίζω=ησυχάζω,
ητεύω=δελεάζω,
ηύρα=βρήκα,
ηυρήκω=βρίσκω,
ήψα=άναψα