ίασα=άγιασα,
ιβόρα=αέρας,
ιβορίζνε=λιχνίζουν,
ιβορίζω=λιχνίζω,
ιβόρισμαν=λίχνισμα,
ιγδί=γουδί,
ιγέβω=ταιριάζω,
ιγνάζω=λιπαίνω,
ιδάναιμο=όραση,
ιδεί=όψη/μορφή,
ιδέτσω=βλέπω,
ίδιεσα=ίδια,
ιδροκαμάτιν=με ιδρώτα,
ιδροκοπώ=ιδρώνω,
ίδρος=ιδρώτας,
ιδρωματέα=μυρωδιά ιδρώτα,
ιδρωτήρα=ιδρωτίλα,
ίεμαν=ταίριασμα,
ιεύω=ταιριάζω,
ίεψα=ταίριασα,
ίζεμα=επίπλευση,
ιζεύω=επιπλέω,
ίζεψα=επίπλευσα,
ιή=γη,
ιθακίασα=μεγάλωσα,
ικανέσα=ικανή,
ίλα=προπαντός/ιδίως,
ιλαζούμ=αναγκαίο,
ιλαζούμς=αναγκαίος,
ίλασμα=οίκτος/ευσπλαχνία,
ιλειόν=λείο,
ιλειός=λείος,
ίλεμ=εύχομαι/μακάρι,
ίλερη=ιλαρά,
ιλιαεύω=ψηλαφώ,
ιλίκ=μεδούλι,
ιλικρόσκουμαι=στριφογυρίζω,
ιλιώ=λυπάμαι,
ίλλα=προπαντός/εξάπαντος,
ιλλιάεψον=χάιδεψε,
ίλλιαμ=προπαντός,
ιλοιφάζω=αλείφω,
ιλοίφη=αλοιφή,
ιλός=λείος,
ιμ=μου,
ιμζά=υπογραφή,
ιμζάδας=υπογραφές,
ιμζαλαέβω=υπογράφω,
ίμμονα=με κανένα τρόπο,
ιμνώ=ορκίζομαι,
ίμπειρος=έμπειρος/επιτήδειος,
ιμπιστός=αξιόπιστος/έμπιστος,
ιμπρίκ=δοχείο νερού,
ιμπροϊστός=προύχοντας,
ιμσά=μισά,
ινάζω=λιπαίνω,
ίναν=έναν,
ινάνεμα=πίστη,
ινάνευα=πίστευα,
ινανεύω=καταλαβαίνω/πιστεύω,
ινάνεψα=πίστεψα,
ινανμάζ=αμετάπειστο,
ινανμάης=αμετάπειστος,
ινάνωση=εμπιστοσύνη,
ινάτ=πείσμα,
ινάτιν=πείσμα,
ινάτς=πεισματάρης,
ίνουμαι=γίνομαι,
ινσάνια=κοινωνία,
ινσαφσούζ=σκληρόκαρδο/άπονο,
ίντανε=γίνονται,
ιντέρ=άντερο,
ιντζίρ=σύκο,
ιντζίρα=σύκα,
ίντιαν=οτιδήποτε/όποιον,
ίντσαν=όποιος,
ινώνω=χυλώνω,
ίνωσα=χύλωσα,
ιξός=ξόβεργα,
ίος=πύον,
ιπέκ=μετάξι,
ιπουρκό=καρπός/οπωρικό,
ιπώρα=οπωρικά,
ιπωρκό=οπωρικό,
ιραχάτα=ήσυχα/φρόνιμα,
ιριάζω=αραιώνω/ξεδιαλύνω,
ίσα=ίσια,
ισάγουμαι=ισιώνομαι,
ίσαζα=ίσιωνα/συγύριζα,
ισάζω=ισιώνω/συγυρίζω,
Ισάκς=Ισαάκ,
ισκιζάραινα=επιτήδεια/δραστήρια,
ισκιζάρς=δραστήριος,
ισκυρά=κούπα,
ισλίκ=σώβρακο,
ισμάρ=νεύμα/νόημα,
ισμίλ=κέρδος,
ισοδρομία=ομαλός δρόμος,
ισόμαλα=ομαλά/ίσια,
ισούλιαν=σιωπηρά,
ιστά=στάσου,
ιστάρ=αργαλειός,
ίστε=ενώ/όπως,
ιστέ=ιδού/να,
ιστορίζω=αφηγούμαι/διηγούμαι,
ισώνω=ισιώνω,
ιταράζω=ενώνω/συνάπτω,
ιτέα=ιτιά,
ίτενον=ο τάδε,
ιφαλός=ομφαλός,
ιφτάρ=φτυάρι,
ιφταρέα=φτυαριά,
ιφτιρά=συκοφαντία,
ιχνάρ=ίχνος/αποτύπωμα,
ιχνάρα=ίχνη,
ιχναρεύω=απομακρύνομαι,
ιχνάριν=αποτύπωμα,
ιχπάλ=τύχη