ξαεύω=χαϊδευω,
ξάη=καθόλου,
ξαμώνω=συγκρίνω,
ξαμώνε=συγκρίνουν,
ξαν=ξανά/πάλι,
ξενιτέας=ξενιτευμένος,
ξενιτία=ξενιτιά,
ξάφτω=ανάβω,
ξεφτέρ=ξεφτέρι,
ξουράφ=ξυράφι,
ξουράφαι=ξυράφια,
ξύγαλαν=γιαούρτι,
ξυγάλτα=γιαούρτια,
ξύδ=ξύδι,
ξυλάγκ=ξύλινο δοχείο που κουνώντας το χώριζε το βούτυρο από το αριάνι, ξυλέα=χαστούκι,
ξυλέας=χαστούκια,
ξυμίτς=γαμψομύτης,
ξύνω=χύνω,
ξύνε=χύνουν,
ξύουμαι=χύνομαι,
ξύουνταν=χύνονται,
ξυπνητήρ=ξυπνητήρι,
ξυπνητήραι=ξυπνητήρια,
ξύσκουμαι=ξύνομαι,
ξύσκουνταν=ξύνονται,
ξυστήρ=ξυστήρι,
ξυστήραι=ξυστήρια