οκνέας=τεμπέλης,
οκνέσα=τεμπέλα,
οκνώ=τεμπελιάζω,
οκνούν=τεμπελιάζουν,
όλια=όλα,
ολόερα=ολόγυρα,
ομάλ=ίσιωμα,
ομάτ=μάτι,
ομάται=μάτια,
όνταν=όταν,
όντες=όταν/όποτε,
οξουκά=έξω,
οξουκές=εκεί έξω,
οπέρτς=πέρσι,
οπίς=πίσω,
οπίσιμ=πίσω μου,
οπουρνά=αύριο,
όρομαν=όνειρο,
οραματίουμαι=ονειρεύομαι,
ορδανίν=καπνοδόχος,
ορθό=ορθώς/σωστά,
οριάζ=φυλάει,
όρασμαν=φύλαγμα,
όρασον=φύλαξε/πρόσεχε,
όραστά=με προσοχή,
ορία=φύλαξε/πρόσεχε,
ορίαγμαν=φροντίδα/επιτήρηση,
ορίαζα=επιτηρούσα/φύλαγα,
οριάζω=επιτηρώ/φυλάγω,
οριαστά=με προσοχή,
ορμάν=δάσος,
ορμάναι=δάση,
ορμίν=όρμος/ρεματιά,
ορμία=όρμοι/ρεματιές,
ορτάρ=κάλτσα,
ορτάραι=κάλτσες,
οσήμερον=σήμερα,
όσον=όσο,
οστούδ=κόκαλο,
οσπίτ=σπίτι,
ουδάρ=ουρά,
ουδάραι=ουρές,
ουλ=όλοι,
ούλαι=όλα,
ουλτς=όλους,
ους=ως/μέχρι,
οφέτος=φέτος,
οχλαγούν=ξύλινη πιάστρα λαγάνας,
οψάρ=ψάρι, οψέ=χθες,
οψεκές=τις προάλλες,
οψεμπριμέραν=προχθές