πα=πια/και,
παγόν=παγόνι,
παγούρ=παγούρι,
παζάρ=παζάρι,
παήρ=γρασίδι,
παήραι=γρασίδια,
πάθεμαν=πάθημα,
παθενήν=παχνί,
παιδόπον=παιδάκι,
παιδόπα=παιδάκια,
παινεύκουμαι=παινεύομαι,
παινεύκουνταν=παινεύονται,
παίρω=παίρνω,
παίρνε=παίρνουν,
πακάλτς=μπακάλης,
παλαλέσα=τρελή/παλαβή,
παλαλόν=τρελός/παλαβός,
παλάλωμαν=παλάβωμα,
παλαλούμαι=τρελαίνομαι,
παλαλούνταν=τρελαίνονται,
παλάτ=παλάτι,
παλάται=παλάτια,
πάλεμαν=πάλη,
παλικάρ=παλικάρι,
παλικάραι=παλικάρια,
παλικάρενα=παλυκάρισα,
παλικαρόπον=παλικαράκι,
παλκόν=μπαλκόνι,
παλκόναι=μπαλκόνια,
παμιτόρ=ντομάτα,
παμιτόραι=ντομάτες,
Παναήα=Παναγία,
παναήρ=πανηγύρι,
Πανίκας=Παναγιώτης,
παντελόν=παντελόνι,
πάντρεψον=παντρέψου,
παξιμάδ=παξιμάδι,
παπαδοπαίδ=παπαδοπαίδι,
παπόρ=βαπόρι,
παπούτσ=παπούτσι,
πάππος=παππούς,
παραγάδ=παραγάδι,
παρεβγάλω=ξεπροβοδίζω,
παρεδγάλνε=ξεπροβοδίζουν,
Παρέσα=Παρασκευή,
παρλαέβω=λάμπω,
παρλαέβνε=λάμπουν,
παράδας=χρήματα,
παραθύρ=παράθυρο,
παρακάθ=νυχτέρι σε σπίτι με κουβέντα,
παρακλάδ=παρακλάδι,
παραμερίζω=αποφεύγω,
παραμερίζνε=αποφεύγουν,
παραμερίσμε=με αποφεύγει,
παράν=σειρά χωραφιού,
παράναι=σειρές χωραφιού,
πασ=βγάζεις πέρα,
πασιαπόρτ=διαβατήριο,
πασταν=σάμπως,
παστέλ=παστέλι,
παστέλαι=παστέλια,
πασκήμ=μήπως,
πασύνω=παχαίνω,
πασύνε=παχαίνουν,
πατάρ=πατάρι,
πάτερα=πατέρα,
πατέραμ=πατέρα μου,
πατ απάν=δώσε τόπο στην οργή,
πατ και δέβα=προσπέρασε,
πατητήρ=πατητήρι,
πέατην=πέστην,
πέατον=πέστον,
πέατσε=πες τους,
πεγάδ=πηγάδι,
πεγάδαι=πηγάδια,
πεγαδόπον=πηγαδάκι,
πέει=πες,
πεκιάρτς=ελεύθερος,
πελ=φτυάρι,
πελίτια=βελανιδιές,
πέλκι=ίσως,
πέμε=πές μου,
πενηντάρ=πενηντάρι,
πεντακοσάρ=πεντακοσάρι,
πεντικόν=ποντικός,
περβάζ=περβάζι,
περβόλ=περιβόλι,
περβόλαι=περιβόλια,
περδίκ=περδίκι,
περιπαίζ=περιπαίζει,
περισάντς=φουκαράς,
περισάντσα=φουκαριάρα,
πέρνιξον=πέρασε,
περόν=πηρούνι,
πεσήν=πάχυνση,
πεσκίρ=πετσέτα,
πεσκίραι=πετσέτες,
πεσλεέβω=παχύνω,
πεσλεέβνε=παχύνουν,
πέτε=πέστε,
πετεινόν=κόκορας,
πετεινάρ=κόκορας,
πετειναρόπα=πετειναράκια,
πετμέζ=πετιμέζι,
πετμέζαι=πετιμέζια,
πετρασήλ=πετραχήλι,
πετρασήλαι=πετραχήλια,
πέτρινεσα=πέτρινη,
πετυχημένσα=πετυχημένη,
Πέφτ=Πέμπτη,
Πηνή=Πηνελόπη,
πιδεβέν=σουρουπώνει,
πιθάρ=πιθάρι,
πιθάραι=πιθάρια,
πιλάφ=πιλάφι,
πιλάφαι=πιλάφια,
πιλίτς=πετιναράκι,
πιλίτσαι=πετειναράκια,
πιν=πίνει,
πιπέρ=πιπέρι,
πιπέραι=πιπέρια,
πιρούν=πιρούνι,
πιρπιρίμαι=γλιστρίδες,
πισ=ακαθαρσία,
πίσας=ακαθαρσίες,
πίσενα=ακάθαρτη,
πισία=πίτες,
πίσον=κάνε,
πίσονμε=κάνε μου,
πίσονατην=κάντην,
πίσονατον=κάντον,
πιστόλ=πιστόλι,
πιστόλαι=πιστόλια,
πιστέσα=πιστή,
πλατάν=πλατάνι,
πλανκεκά=πιο πέρα,
πλατέα=πλατιά,
πλέα(Ομηρ.)=περισσότερα,
πλεθεντικός=πληθυντικός,
πλεθύνω=πληθαίνω,
πλεθύνε=πληθαίνουν,
πλερώνω=πληρώνω,
πλερώνε=πληρώνουν,
πλουγούρ=πλιγούρι,
πλουμίδ=στολίδι,
πλουμίδαι=στολίδια,
πλουμιστά=χρωματιστά,
πλουμιστός=στολισμένος,
πλουμιστέσα=στολισμένη,
πλύσκουμαι=πλένομαι,
πλύσκουνταν=πλένονται,
ποδάρ=ποδάρι/πόδι,
ποδάραι=ποδάρια/πόδια,
πόδας=βηματισμοί,
ποδεδίζω=παρακαλώ,
ποδεδίζνε=παρακαλούν,
ποδεδίζωσε=σε παρακαλώ,
Ποινή=Δέσποινα,
πολ=πόλη,
πολλά ζαντός=θεοπάλαβος,
πόναι=πόνοι,
πόνε=κοτέτσι,
πονηρέσα=πονηρή,
πόντιεσα=πόντια,
ποπάς=παπάς/ιερέας,
πορπατώ=περπατώ,
πορπατούν=περπατούν,
πορτοκάλ=πορτοκάλι,
ποστάν=μποστάνι,
ποστ=δέρμα/προβιά,
πόσται=δέρματα/προβιές,
πουγασάχ=ζώο που σέρνει,
πουδέν=πουθενά,
πουκάλ=μπουκάλι,
πουλία=πουλιά,
πουλούλ=πουλιά,
πουρλαέβω=πετώ,
πουρλαέβνε=πετούν,
πουρμάδας=τσουρέκια,
πουρνά=αύριο,
πουρτίν=ύφασμα,
πουρτία=υφάσματα,
πουσμανέβω=μετανοώ,
πουσμανέβνε=μετανοούν,
πρεπ=πρέπει,
πρεσίον=πρήξιμο,
πρέσκουμαι=πρήζομαι,
πρέσκουνταν=πρήζονται,
πρεσμέντσα=πρησμένη,
προκομέντσα=εργατικιά,
προτεσνά=προηγούμενα,
πυρίφτε=φουρνόφτυαρο,
πυρίφτω=φουρνίζω,
πυρίφτνε=φουρνίζουν